- κατάσχεση
- Μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση χρηματικής απαίτησης. Η κ. επιβάλλεται σε αντικείμενα τα οποία βρίσκονται στην κατοχή του οφειλέτη και πραγματοποιείται από δικαστικό επιμελητή, o οποίος αφαιρεί τα αντικείμενα από τον οφειλέτη και συντάσσει σχετική έκθεση μπροστά σε τρίτο πρόσωπο (μάρτυρα). Η κ. γίνεται με τη διαδικασία του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όταν πρόκειται για την ικανοποίηση αστικών απαιτήσεων, ή με τον νόμο περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων ή άλλον διοικητικό νόμο, όταν αφορά υποχρεώσεις προς το Δημόσιο.
Η κ. διακρίνεται σε αναγκαστική, όταν υπάρχει τίτλος για την εκτέλεση, όπως για παράδειγμα τελεσίδικη δικαστική απόφαση που υποχρεώνει στην καταβολή ορισμένου ποσού και ο οφειλέτης δεν το καταβάλλει, και σε συντηρητική, η οποία επιβάλλεται με ειδική διαδικασία, προκειμένου να εξασφαλιστεί η δυνατότητα της εκτέλεσης στο μέλλον, όταν θα υπάρξουν οι ανάλογες προϋποθέσεις και θα κριθεί αναγκαίο. Η συντηρητική κ. επιβάλλεται με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων.
Ειδική διαδικασία προβλέπεται για την κ. πραγμάτων που βρίσκονται στην κατοχή τρίτων καθώς επίσης ακινήτων, πλοίων και αεροσκαφών ή ορισμένων περιουσιακών δικαιωμάτων, όπως πνευματικής ιδιοκτησίας, ευρεσιτεχνίας, εκμετάλλευσης κινηματογραφικών ταινιών κλπ. Βασική αρχή για κάθε είδος κ. είναι να τηρούνται ακριβώς οι διατυπώσεις και να μην υπερβαίνει η αξία των πραγμάτων της κ. το ύψος της οφειλής για την οποία επιβάλλεται.
Κ. προβλέπεται και για ταπειστήρια εγκλημάτων (έγγραφα, εργαλεία κλπ.). Ειδική διαδικασία προβλέπεται για την κ. εγγράφων ή τίτλων που βρίσκονται σε ιδρύματα ή τράπεζες, καθώς και την κ. εντύπων. Στο τέλος της δίκης το δικαστήριο αποφασίζει για την απόδοσή τους (στον κατηγορούμενο ή στον τρίτο ιδιοκτήτη) ή για τη δήμευσή τους.
* * *η (AM κατάσχεσις) [κατέχω]κατακράτηση, κατοχήνεοελλ.(νομ.) η πράξη με την οποία περιουσιακό στοιχείο κάποιου τίθεται υπό δικαστική δέσμευση και τού αφαιρείται το δικαίωμα διάθεσής του(α. «αναγκαστική κατάσχεση» β. «συντηρητική κατάσχεση»)μσν.1. περιορισμός, φυλάκιση2. σύλληψηαρχ.1. συγκράτηση, αναχαίτιση2. στάση, τρόπος συμπεριφοράς.
Dictionary of Greek. 2013.